- αγκαθωτός
- η , ό колючий; тернистый (книжн.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκαθωτός — ή, ό [αγκάθι] αυτός που έχει αγκάθια, αγκαθερός … Dictionary of Greek
αγκαθωτός — ή, ό αυτός που έχει αγκάθια: Στο φράχτη είχαν βάλει και σύρμα αγκαθωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
αγκαθιαστός — ή, ό [αγκαθιάζω] ο γεμάτος αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός … Dictionary of Greek
αγκυλερός — ή, ό ο αγκαθωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < aγκύλι + παραγ. κατάλ. ερός] … Dictionary of Greek
ακανθωτός — ή, ό (Μ ἀκανθωτός, ή, ὸν) νεοελλ. και αγκαθωτός, ή, ό [ἄκανθα] αυτός που έχει αγκάθια, αγκαθερός, ακανθώδης … Dictionary of Greek
ακανθόκορμος — ο 1. ο κορμός τής άκανθας 2. κορμός με αγκάθια, αγκαθωτός … Dictionary of Greek
ακανθώδης — (acanthoessus). Γένος ψαριών των γλυκών και γλυφών νερών που έχει εκλείψει. Έζησε κατά τη δεβόνιο και πέρμιο περίοδο. Απολιθώματά του βρέθηκαν σε ψαμμιτικά υποστρώματα της Σκοτίας, του Καναδά και της Ρωσίας. Είχε μικρό κεφάλι και μακρύ σώμα που… … Dictionary of Greek
ασπάλαθος — και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και σπάλαθο και σφάλαχτρο, το (AM ἀσπάλαθος, Α και ἀσφάλαθος) 1. ο αγκαθωτός θάμνος καλυκοτόμη η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες στην αρχαιότητα χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς… … Dictionary of Greek
αχερδώδης — ἀχερδώδης, ες (Μ) [άχερδος] αγκαθωτός … Dictionary of Greek
βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek